-
1 качалка
-
2 кресло
-
3 мягкий
мягкий μαλακός, τρυφερός' απαλός (нежный)' \мягкийое кресло η πολυθρόνα ◇ \мягкийая вода το μαλακό νερό' \мягкий хлеб το φρέσκο ψωμί* * *μαλακός, τρυφερός; απαλός ( нежный)мя́гкое кре́сло — η πολυθρόνα
••мя́гкая вода́ — το μαλακό νερό
мя́гкий хлеб — το φρέσκο ψωμί
-
4 качалка
качалкаж (кресло) ἡ κουνιστή πολυθρόνα. -
5 кресло
креслос ἡ πολυθρόνα, τό κάθισμα:плетеное \кресло τό πλεχτό κάθισμα. -
6 мягкий
мягк||ийприл1. μαλακός, τρυφερός:\мягкий хлеб τό μαλακό ψωμί· \мягкийое мясо τό τρυφερό κρέας· \мягкийое кресло ἡ πολυθρόνα·2. (о человеке, характере) πράος, ήπιος·3. (лишенный резкости) ἀπαλός, ήπιος:\мягкий свет τό ἀπαλό φῶς· \мягкий голос ἡ ἀπαλή φωνή·4. (о погоде и т. ἡ.) μαλακός, ήπιος:\мягкийая зима ὁ μαλακός χειμώνας· \мягкий климат τό ήπιο κλίμα·5. (нестрогий) ἐλαφρός:\мягкийое наказание ἡ ἐλαφριά ποινή ◊ сказать в \мягкийой форме λέγω σέ ήπιο τόνο (или μέ μαλακό τρόπο)· \мягкийая вода τό γλυκό νερό· \мягкийая мебель ντιβάνια καί πολυθρόνες. -
7 покойный
поко́йн||ый Iприл1. (тихий, спокойный) ήσυχος, ἀτάραχος, ἀθόρυβος, γαλήνιος·2. (удобный) ἀνετος, ἀναπαυτικός, βολικός:\покойныйое кресло ἡ ἀναπαυτική πολυθρόνα· ◊ \покойныйой ночи! καλή νύκτα!покойный II1. прил (умерший) μακαρίτης:мой \покойный дед ὁ μακαρίτης ὁ πάππους μου·2. м ὁ μακαρίτης. -
8 качалка
[κατσάλκα] ουσ. θ. κουνιστή πολυθρόνα -
9 кресло
[κριέσλα] ουσ. ο. πολυθρόνα -
10 кресло
[κριέσλα] ουσ. ο. πολυθρόνα -
11 качалка
[κατσάλκα] ουσ θ κουνιστή πολυθρόνα -
12 кресло
[κριέσλα] ουσ ο πολυθρόνα -
13 кресло
[κριέσλα] ουσ ο πολυθρόνα -
14 высадить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. высаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αποβιβάζω, ξεμπαρκάρω• βγάζω, εξάγω• κατεβάζω. || βοηθώ να κατέβει•высадить больного из кресла σηκώνω τον άρρωστο από την πολυθρόνα•
-ребенка из коляски κατεβάζω το παιδάκι από το καροτσάκι.
2. μεταφυτεύω.3. (απλ.) σπάζω, -ξεκαρφώνω•-ли дверь έσπασαν την πόρτα.
αποβιβάζομαι, ξεμπαρκάρω• βγαίνω, εξέρχομαι κατεβαίνω. -
15 кресло
-а ουδ.1. πολυθρόνα.2. πλθ. крсла-сел παλ. θέσεις της πλατείας θεάτρου. -
16 ломаный
επ.1. σκασμένος, θραυσμένος, τσακισμένος•-ое кресло σπασμένη πολυθρόνα.
2. (για ομιλία, γλώσσα) διαστρεβλωμένος, παραμορφωμένος• σόλοικος•говорить на -ом русском языке κακομιλώ (σκοτώνω) τα ρωσικά.
3. τεθλασμένος•-ая линия τεθλασμένη γραμμή.
-
17 обтянуть
-яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обтянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ. καλύπτω, περιβάλλω, ντύνω τεντώνοντας•обтянуть кр-сло кожей ντύνω την πολυθρόνα με δέρμα.
|| (για ενδυμασία) σφίγγω.1. καλύπτομαι, ντύνομαι, τεντώνομαι.2. (για πρόσωπο) αποκτώ αδρά χαρακτηριστικά (γραμμές). -
18 развалистый
επ., βρ: -лист, -а, -о.1. απλόχωρος, πλατύχωρος, ευρύχωρος, φαρδύς•-ое кресло απλόχωρη πολυθρόνα.
2. (απλ.) ταλαντευόμενος, τρικλίζων, παραπαίων. -
19 спокойный
επ. βρ: -коен, -койна, -койно.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) ήσυχος, ήρεμος, γαλήνιος• ατάραχος•-ое море γαληνεμένη θάλασσα•
-ые движения ήρεμες κινήσεις•
спокойный тон ήρεμος τόνος•
-ая жизнь ήσυχη ζωή•
спокойный сон ήσυχος ύπνος•
-ая старость ήσυχα γηρατιά•
спокойный характер ήσυχος χαρακτήρας.
2. φρόνιμος•спокойный ребнок ήσυχο παιδάκι.
|| ήμερος, πράος•-ая лошадь ήμερο άλογο.
3. ελεύθερος, ευρύχωρος• βολικός, άνετος•-ая обувь ευρύχωρα παπούτσια•
-ое кресло άνετη πολυθρόνα.
εκφρ.- ая совесть – ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση. -
20 удобный
επ., βρ: -бен, -бна, -бно.1. αναπαυτικός, άνετος, βολικός•-ое кресло αναπαυτική πολυθρόνα•
-ое место βολική θέση.
2. κατάλληλος•воспользоваться -ым случаем επωφελούμαι από την κατάλληλη ευκαιρία•
выбрать удобный момент διαλέγω την κατάλληλη στιγμή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πολυθρόνα — η, Ν είδος αναπαυτικού καθίσματος με ερεισίνωτο, με πλάτη, και με βραχίονες για ένα άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. poltrona, με παρετυμολ. επίδραση τών πολύς και θρόνος] … Dictionary of Greek
πολυθρόνα — η (λ. ιταλ.), κάθισμα αναπαυτικό με πλάτη και μπράτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλινοκαθέδριον — κλινοκαθέδριον, τὸ (Α) αναπαυτική καθέδρα, ανάκλιντρο, πολυθρόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + καθέδριον «μικρή πολυθρόνα»] … Dictionary of Greek
φωτέιγ — το, Ν άκλ. πολυθρόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fauteuil «πολυθρόνα»] … Dictionary of Greek
Maria Foka — Μαρία Φωκά Born October 14, 1917 Argostoli, Greece Died June 15, 2001 London, England, UK Occupation actress Maria Foka (Greek: Μαρία Φωκά, 14 October 1917 … Wikipedia
Nikitas Platis — Νικήτας Πλατής Born 1912 Amorgos, Greece Died November 14, 1984 Greece Occupation actor Nikitas Platis (Greek: Νικήτας Πλατής, 1912 in Amorgos November 14, 1984 in Athens) was a Greek actor in theater and movi … Wikipedia
Dínos Dimópoulos — (grec moderne : Ντίνος Δημόπουλος) né le 21 août 1921 à Palairos (Acarnanie) et mort à Athènes le 28 février 2003, était un acteur, scénariste, dramaturge, réalisateur et metteur en scène de théâtre et cinéma grec. Sommaire 1 Biographie … Wikipédia en Français
αθρώ — ἀθρῶ ( έω) (Α) 1. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, διακρίνω 2. κατευθύνω το βλέμμα μου κάπου, βλέπω, κοιτάζω 3. εξετάζω με τον νου μου, σκέφτομαι, λογαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τις γλώσσες του… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
εδώλιο — το (Α ἐδώλιον) νεοελλ. 1. έδρα, θρανίο 2. «εδώλιο κατηγορουμένου» το κάθισμα όπου κάθεται ο κατηγορούμενος αρχ. 1. διαμονή, κατοικία 2. τα καθίσματα τών κωπηλατών ή είδος ψηλότερου καταστρώματος στην πρύμνη και την πρώρα 3. ιστοδόκη 4. (στο… … Dictionary of Greek
κατάκλιτος — η, ο (Α κατάκλιτος, ον) [κατακλίνω] νεοελλ. 1. ο πλαγιαστός 2. φρ. «κατάκλιτο πλοίο» το πλοίο που γέρνει επικίνδυνα προς τη μία του πλευρά λόγω βλάβης ή τρικυμίας αρχ. 1. (για θερινά ενδύματα) αυτός που πέφτει στο σώμα ανάλαφρα, ο ευρύχωρος («καὶ … Dictionary of Greek